Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξήλατος — ἐξήλατος, ον (Α) σφυρηλατημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ ήλατος, χρυσ ήλατος)] … Dictionary of Greek
ἐξήλατον — ἐξήλατος beaten out masc/fem acc sg ἐξήλατος beaten out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)